- πταίσμα
- Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του οφειλέτη, είτε από δόλο προέρχεται η αθέτηση είτε από αμέλεια. Το π. διακρίνεται σε συμβατικό και εξωσυμβατικό. Το πρώτο προϋποθέτει την ύπαρξη ενοχικού δεσμού μεταξύ του προσώπου που διαπράττει το π. και εκείνου που υφίσταται τη ζημία, αναφέρεται δε, ακριβώς, στη μη εκπλήρωση, γενική ή μερική, των ειδικών υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτόν τον συμβατικό δεσμό. Το εξωσυμβατικό π. αναφέρεται στις λοιπές περιπτώσεις και συνδέεται με τη γενική υποχρέωση που βαρύνει κάθε άνθρωπο να μην προκαλεί άδικη βλάβη σε άλλους. Η διάπραξη συμβατικού ή εξωσυμβατικού π. γεννά την υποχρέωση της αποζημίωσης του προσώπου που έπαθε τη βλάβη.
Κατά το ποινικό δίκαιο, η έννοια του π. εκφράζεται γενικά με τον όρο αξιόποινο αδίκημα, αλλά ο όρος π. επιφυλάσσεται ειδικότερα σε μια ορισμένη –την ελαφρότερη– κατηγορία αξιόποινων πράξεων, στις οποίες είναι αφιερωμένο το 260 κεφάλαιο του ελληνικού ΠΚ (άρθρ. 411-457). Τα πταίσματα, η εκδίκαση των οποίων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερους κανόνες διαδικασίας και αρμοδιότητας, περιλαμβάνουν ποικίλες κατά περιεχόμενο παραβάσεις, από την «αποδοχή διακρίσεων και αμοιβών παρά ξένης δυνάμεως» (άρθρ. 413), έως «τη διατάραξη της κοινής ησυχίας» ή την «παράνομη κατασκευή κλειδιών» (άρθρ. 417-446). Τα πταίσματα τιμωρούνται με πρόστιμο ή κράτηση· τις ίδιες κυρώσεις επισύρει και η παράβαση αστυνομικών διατάξεων (άρθρ. 459).
* * *το / πταῑσμα, ΝΜΑ, και φταίσμα Ν, και πταίμα Α [πταίω / φταίω]1. ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πταίω, φταίξιμο, υπαιτιότητα, σφάλμα2. παράπτωμανεοελλ.1. (αστ. δίκ.) παράπτωμα τής βούλησης που συνεπάγεται κατά νόμο την ευθύνη τού προσώπου, η οποία συνδέεται με την υποχρέωση αποκατάστασης τής ζημιάς που προκάλεσε κανείς λόγω πταίσματός του, με αδικοπραξία ή κατά την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών του, παράπτωμα που έχει δύο βασικές μορφές, τον δόλο και την αμέλεια2. (ποιν. δίκ.) κάθε πράξη η οποία τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο3. το πταισματοδικείοαρχ.1. πρόσκομμα, σκόνταμα2. σφάλμα στη γραφή3. ελάττωμα4. χτύπημα ή μώλωπας στα δάχτυλα τών ποδιών5. (μτφ. και κατ' ευφημισμό) αποτυχία, ήττα («ἤν σφέας καταλάβῃ πταῑσμα πρὸς τὸν Πέρσην», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.